απασχόληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απασχόληση | οι | απασχολήσεις |
γενική | της | απασχόλησης* | των | απασχολήσεων |
αιτιατική | την | απασχόληση | τις | απασχολήσεις |
κλητική | απασχόληση | απασχολήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απασχολήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απασχόληση < (ελληνιστική κοινή) ἀπασχόλησις < ἀπασχολέω < ἀπό + αρχαία ελληνική ἀσχολέω < ἀ- + σχολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵhe- / *sǵhē- (κρατώ, έχω, κατέχω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απασχόληση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του απασχολώ / απασχολούμαι
- η εργασία
- το επάγγελμα
- η δουλειά
- η ασχολία
- η δραστηριότητα
- η ενασχόληση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απασχόληση