Μετάβαση στο περιεχόμενο

employment

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
employment employments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

employment (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απασχόληση, η εργασία, ειδικά όταν γίνεται για να κερδίσω χρήματα· το να είμαι απασχολημένος με επάγγελμα
      employment in agriculture/industry/commerce - απασχόληση στη γεωργία/στη βιομηχανία/στο εμπόριο
      self-employment - απασχόληση προσωπική
      seasonal/permanent employment - απασχόληση εποχιακή/μόνιμη
      full-time/part-time employment - πλήρης/μερική απασχόληση
      I am looking for employment.
    Ζητώ απασχόληση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη occupation
  2. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η απασχόληση, η χρήση κάτι
      the employment of machines/means of transport - απασχόληση των μηχανών/των μεταφορικών μέσων

Σύνθετα

[επεξεργασία]