ἀπό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: από

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπό < ταυτόσημο με το ἄπο (όταν ακολουθούσε το ουσιαστικό που συνόδευε), αρχικά επίρρημα και μετέπειτα πρόθεση < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂epo

Πρόθεση[επεξεργασία]

ἀπό (κύρια πρόθεση)

δηλώνει

  1. απόσταση υλική και συναισθηματική, μακριά
    κατεστρατοπέδευσεν ἀπό ν΄ σταδίων (σε απόσταση πενήντα σταδίων)
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 561 πρῆξαι δ᾽ ἔμπης οὔ τι δυνήσεαι, ἀλλ᾽ ἀπὸ θυμοῦ μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι:
    δε θα καταφέρεις τίποτα, αλλά θα πάψω να σε αγαπώ, θα ξεμακρύνεις από την καρδιά μου
    Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς, @greek-language.gr Σκηνή: Ο Δίας επιπλήττει την Ήρα.
  2. τόπο, βάση, έδρα
    οἱ μὲν ἀφ᾽ ἵππων, οἱ δ᾽ ἀπό νηῶν μάχοντο (άλλοι πολεμούσαν από το άλογο κι άλλοι πάνω από το καράβι)
    κῶνον ἀναγράφειν ἀπό κύκλου
  3. χρονική αφετηρία
    ἀπό δείπνου, ἀφ ἑσπέρας
  4. αιτία, δράστη, δημιουργό
    ἀπό τοῦ πάθους
    τά πάντα ἀπ' αὐτοῦ ἐγένοντο
  5. τρόπο ή μέσο ή ύλη
    ἀπό γλώσσης (προφορικώς), ὀμμάτων ἄπο, ουκ ἀπό δρυός έσσι, ἀπό ξύλου
  6. μεταβολή
    ἀθανάταν ἀπό θνατᾶς
  7. χωρισμό, χωριστά
    ἀπ᾽ ἀνδρὸς εἶναι (χωρισμένη από τον σύζυγό της), μοῦνος ἀπ ἄλλων (αποκομμένος)
  8. τμήμα, μέρος συνόλου (αντί του ἐκ/ἐξ)
  9. ἀπό ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος
  10. καταγωγή, προέλευση, τάξη
    τρίτος ἀπό Διός, οἱ ἀπό τῆς πόλεως
  11. σχέση, τον σχετικό με κάτι
    οἱ ἀπό φιλοσοφίας καὶ λόγων (οι φιλόσοφοι και οι λόγιοι), οἱ ἀπό σκηνῆς καὶ θεάτρου (οι ηθοποιοί, οι δραματουργοί)
  12. το μέσο βιοπορισμού, τρόπο επιβίωσης
    ζῆν ἀπ᾽ ὕλης ἀγρίης, ἀπό κτήνεων καὶ ἰχθύων,
    ἀπό πολέμου, ἀπ᾽ ἐλαχίστων χρημάτων,
    ἀπό τῆς ἀγορᾶς, τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀπό τῶν νήσων,
    ἀπό τῶν κοινῶν πλουτεῖν
  13. ως πρώτο συνθετικό άλλων λέξεων → δείτε τις λέξεις ἀπο-, ἀπ- και ἀφ-

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]