ἀπό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀπό < ταυτόσημο με το ἄπο (όταν ακολουθούσε το ουσιαστικό που συνόδευε), αρχικά επίρρημα και μετέπειτα πρόθεση < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂epo
Πρόθεση[επεξεργασία]
ἀπό (κύρια πρόθεση)
- χρησιμοποιείτο για να δηλώσει:
- απόσταση υλική και συναισθηματική, μακριά
- "κατεστρατοπέδευσεν ἀπό ν́ σταδίων" (σε απόσταση πενήντα σταδίων)
- "πρῆξαι δ᾽ ἔμπης οὔ τι δυνήσεαι, ἀλλ᾽ ἀπὸ θυμοῦ μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι:" (δεν θα καταφέρεις τίποτα, αλλά θα πάψω να σε αγαπώ, θα ξεμακρύνεις από την καρδιά μου)
- τόπο, βάση, έδρα
- χρονική αφετηρία
- "ἀπό δείπνου", "ἀφ ἑσπέρας"
- αιτία, δράστη, δημιουργό
- "ἀπό τοῦ πάθους"
- "τά πάντα ἀπ' αὐτοῦ ἐγένοντο"
- τρόπο ή μέσο ή ύλη
- "ἀπό γλώσσης" (προφορικώς), "ὀμμάτων ἄπο", "ουκ ἀπό δρυός έσσι", "ἀπό ξύλου"
- μεταβολή
- "ἀθανάταν ἀπό θνατᾶς"
- χωρισμό, χωριστά
- "ἀπ᾽ ἀνδρὸς εἶναι" (χωρισμένη από τον σύζυγό της), "μοῦνος ἀπ ἄλλων" (αποκομμένος)
- τμήμα, μέρος συνολου (αντί του ἐκ/ἐξ)
- "ἀπό ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος"
- καταγωγή, προέλευση, τάξη
- "τρίτος ἀπό Διός", "οἱ ἀπό τῆς πόλεως"
- σχέση, τον σχετικό με κάτι
- "οἱ ἀπό φιλοσοφίας καὶ λόγων" (οι φιλόσοφοι και οι λόγιοι), "οἱ ἀπό σκηνῆς καὶ θεάτρου" (οι ηθοποιοί, οι δραματουργοί)
- το μέσο βιοπορισμού, τρόπο επιβίωσης
- "ζῆν ἀπ᾽ ὕλης ἀγρίης", "ἀπό κτήνεων καὶ ἰχθύων", "ἀπό πολέμου", "ἀπ᾽ ἐλαχίστων χρημάτων", "ἀπό τῆς ἀγορᾶς", "τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀπό τῶν νήσων", "ἀπό τῶν κοινῶν πλουτεῖν"
- ως πρώτο συνθετικό άλλων λέξεων σήμαινε και εξακολουθεί να σημαίνει τον χωρισμό (π.χ. αποκόπτω), την αναίρεση (π.χ. αφαιρώ, απεμπλοκή, απενοχοποίηση, απάνθρωπος), την επιστροφή (π.χ. αποδίδω)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Στη σύνθεση ή πριν απο λέξη που δασυνόταν, το π τρεπόταν σε φ