αποκομμένος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποκομμέν
ος
η
αποκομμέν
η
το
αποκομμέν
ο
γενική
του
αποκομμέν
ου
της
αποκομμέν
ης
του
αποκομμέν
ου
αιτιατική
τον
αποκομμέν
ο
την
αποκομμέν
η
το
αποκομμέν
ο
κλητική
αποκομμέν
ε
αποκομμέν
η
αποκομμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποκομμέν
οι
οι
αποκομμέν
ες
τα
αποκομμέν
α
γενική
των
αποκομμέν
ων
των
αποκομμέν
ων
των
αποκομμέν
ων
αιτιατική
τους
αποκομμέν
ους
τις
αποκομμέν
ες
τα
αποκομμέν
α
κλητική
αποκομμέν
οι
αποκομμέν
ες
αποκομμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
αποκομμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αποκόβω
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
αποκομμένος
αγγλικά
:
detached
(en)
,
cut off
(en)
γαλλικά
:
coupé
(fr)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
English
Malagasy