επιβίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβίωση οι επιβιώσεις
      γενική της επιβίωσης* των επιβιώσεων
    αιτιατική την επιβίωση τις επιβιώσεις
     κλητική επιβίωση επιβιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιβιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιβίωση < (επιβιώνω) επιβιω- + -ση.[1] Αναλύεται σε επι- + βιω- + ση. Δείτε και το αρχαία ελληνική ἐπιβιόω < ἐπί + βιόω / βιῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈvi.o.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιβίωση θηλυκό

  1. η διατήρηση της ζωής μέσα σε αντίξοες συνθήκες
    η επιβίωση ενός σπάνιου είδους ζώου
    δουλεύω για να κερδίσω όσα χρειάζονται για την επιβίωση της οικογένειάς μου
  2. (μεταφορικά) η συνέχιση της ύπαρξης, το να επιζεί κάποιος
    η επιβίωση των εθίμων
    η οικονομική επιβίωση μιας επιχείρησης

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]