τόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τόπος | οι | τόποι |
γενική | του | τόπου | των | τόπων |
αιτιατική | τον | τόπο | τους | τόπους |
κλητική | τόπε | τόποι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τόπος < αρχαία ελληνική τόπος (< ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *top- (κείμαι) ή *tekʷ-)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τόπος αρσενικό
- μέρος, χώρος
- (μαθηματικά) σύνολο σημείων του επιπέδου ή του χώρου με μια κοινή ιδιότητα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έμεινα στον τόπο → βλέπε έκφραση: τα κακάρωσα
- κοινός τόπος: κάτι που όλοι παραδέχονται ή επαναλαμβάνουν - κοινοτοπία