τοποθετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τοποθετώ < ελληνιστική κοινή τοποθετέω / τοποθετῶ < αρχαία ελληνική τόπος + τίθημι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική placer)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /to.po.θeˈto/
Ρήμα
[επεξεργασία]τοποθετώ, πρτ.: τοποθετούσα, στ.μέλλ.: θα τοποθετήσω, αόρ.: τοποθέτησα, παθ.φωνή: τοποθετούμαι, μτχ.π.π.: τοποθετημένος
- βάζω κάποιον ή κάτι σε κατάλληλη θέση
- Πού πρέπει να τοποθετήσω αυτό το βιβλίο;
- προδιορίζω κάτι στο χώρο και το χρόνο με βάση κάποια στοιχεία
- οι αρχαιολόγοι τοποθετούν τον αρχαίο οικισμό στα βόρεια της σημερινής πόλης
- για έργα δημιουργικής φαντασίας
- ο συγγραφέας τοποθετεί τους ήρωές του στην Αθήνα του μεσοπολέμου
- διορίζω, ορίζω κάποιον σε θέση ή αξίωμα
- ο υπουργός τοποθέτησε στη θέση του γενικού γραμματέα του υπουργείου τον κύριο τάδε
- (για χρήματα) επενδύω
- τοποθέτησε όλα του τα χρήματα σε μετοχές υψηλού ρίσκου
- κατατάσσω/εντάσσω κάποιον ή κάτι σε μια κατηγορία
- συνηθίζεται να τοποθετούμε τον Τέλλο Άγρα στους νεορομαντικούς ποιητές του μεσοπολέμου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- νεοτοποθετηθείς
- τοποθεσία
- τοποθέτηση
- → δείτε τις λέξεις τόπος και θέτω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τοποθετώ | τοποθετούσα | θα τοποθετώ | να τοποθετώ | τοποθετώντας | |
β' ενικ. | τοποθετείς | τοποθετούσες | θα τοποθετείς | να τοποθετείς | (τοποθέτει) | |
γ' ενικ. | τοποθετεί | τοποθετούσε | θα τοποθετεί | να τοποθετεί | ||
α' πληθ. | τοποθετούμε | τοποθετούσαμε | θα τοποθετούμε | να τοποθετούμε | ||
β' πληθ. | τοποθετείτε | τοποθετούσατε | θα τοποθετείτε | να τοποθετείτε | τοποθετείτε | |
γ' πληθ. | τοποθετούν(ε) | τοποθετούσαν(ε) | θα τοποθετούν(ε) | να τοποθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τοποθέτησα | θα τοποθετήσω | να τοποθετήσω | τοποθετήσει | ||
β' ενικ. | τοποθέτησες | θα τοποθετήσεις | να τοποθετήσεις | τοποθέτησε | ||
γ' ενικ. | τοποθέτησε | θα τοποθετήσει | να τοποθετήσει | |||
α' πληθ. | τοποθετήσαμε | θα τοποθετήσουμε | να τοποθετήσουμε | |||
β' πληθ. | τοποθετήσατε | θα τοποθετήσετε | να τοποθετήσετε | τοποθετήστε | ||
γ' πληθ. | τοποθέτησαν τοποθετήσαν(ε) |
θα τοποθετήσουν(ε) | να τοποθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τοποθετήσει | είχα τοποθετήσει | θα έχω τοποθετήσει | να έχω τοποθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τοποθετήσει | είχες τοποθετήσει | θα έχεις τοποθετήσει | να έχεις τοποθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τοποθετήσει | είχε τοποθετήσει | θα έχει τοποθετήσει | να έχει τοποθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τοποθετήσει | είχαμε τοποθετήσει | θα έχουμε τοποθετήσει | να έχουμε τοποθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τοποθετήσει | είχατε τοποθετήσει | θα έχετε τοποθετήσει | να έχετε τοποθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τοποθετήσει | είχαν τοποθετήσει | θα έχουν τοποθετήσει | να έχουν τοποθετήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τοποθετούμαι | τοποθετούμουν | θα τοποθετούμαι | να τοποθετούμαι | ||
β' ενικ. | τοποθετείσαι | τοποθετούσουν | θα τοποθετείσαι | να τοποθετείσαι | ||
γ' ενικ. | τοποθετείται | τοποθετούνταν | θα τοποθετείται | να τοποθετείται | ||
α' πληθ. | τοποθετούμαστε | τοποθετούμασταν τοποθετούμαστε |
θα τοποθετούμαστε | να τοποθετούμαστε | ||
β' πληθ. | τοποθετείστε | τοποθετούσασταν τοποθετούσαστε |
θα τοποθετείστε | να τοποθετείστε | τοποθετείστε | |
γ' πληθ. | τοποθετούνται | τοποθετούνταν | θα τοποθετούνται | να τοποθετούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τοποθετήθηκα | θα τοποθετηθώ | να τοποθετηθώ | τοποθετηθεί | ||
β' ενικ. | τοποθετήθηκες | θα τοποθετηθείς | να τοποθετηθείς | τοποθετήσου | ||
γ' ενικ. | τοποθετήθηκε | θα τοποθετηθεί | να τοποθετηθεί | |||
α' πληθ. | τοποθετηθήκαμε | θα τοποθετηθούμε | να τοποθετηθούμε | |||
β' πληθ. | τοποθετηθήκατε | θα τοποθετηθείτε | να τοποθετηθείτε | τοποθετηθείτε | ||
γ' πληθ. | τοποθετήθηκαν τοποθετηθήκαν(ε) |
θα τοποθετηθούν(ε) | να τοποθετηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τοποθετηθεί | είχα τοποθετηθεί | θα έχω τοποθετηθεί | να έχω τοποθετηθεί | τοποθετημένος | |
β' ενικ. | έχεις τοποθετηθεί | είχες τοποθετηθεί | θα έχεις τοποθετηθεί | να έχεις τοποθετηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τοποθετηθεί | είχε τοποθετηθεί | θα έχει τοποθετηθεί | να έχει τοποθετηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τοποθετηθεί | είχαμε τοποθετηθεί | θα έχουμε τοποθετηθεί | να έχουμε τοποθετηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τοποθετηθεί | είχατε τοποθετηθεί | θα έχετε τοποθετηθεί | να έχετε τοποθετηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τοποθετηθεί | είχαν τοποθετηθεί | θα έχουν τοποθετηθεί | να έχουν τοποθετηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)