set

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɛt/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

set (en)

  1. έτοιμος, προετοιμασμένος
  2. αποφασισμένος για κάτι
    set on getting to his destination - αποφασισμένος να φτάσει στον προορισμό του
     συνώνυμα: determined, intent
  3. προκαθορισμένος
    a set menu, a set amount of time - προκαθορισμένο μενού, προκαθορισμένος χρόνος
     συνώνυμα: dictated, prearranged, predetermined, prescribed, specified
  4. σταθερός σε μία άποψη
    I'm dead set against the idea of smacking children to punish them.
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: fixed, rigid
  5. (για τα μαλλιά) χτενισμένα με ένα συγκεκριμένο στιλ

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
set sets

set (en)

  1. σύνολο, σετ
    'I bought a set of chairs. - Αγόρασα ένα σετ καρέκλες.
     συνώνυμα: suite
  2. συλλογή, σετ
    a set of tools - ένα σετ εργαλείων
  3. ένα αντικείμενο που αποτελείται από διάφορα μέρη
    a set of steps
  4. (μαθηματικά, θεωρία συνόλων) σύνολο, μαθηματικό αντικείμενο συνισταμένο από διακριτά αντικειμένα
  5. παρέα
    the country set
  6. ένα εργαλείο που βοηθάει για να μπήξουμε βαθιά ένα καρφί σε ξύλο, ζουμπάς για καρφιά
    nail set
  7. το σκηνικό
     συνώνυμα: scenery
  8. (χορός) ο αρχικός ή κύριος σχηματισμός των χορευτών
  9. (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ) σετ
  10. δέκτης
    television set

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

(πληροφορική)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας set
γ΄ ενικό ενεστώτα sets
αόριστος set
παθητική μετοχή set
ενεργητική μετοχή setting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

set (en)

  1. (μεταβατικό)
    1. βάζω κάτι κάτω, τοποθετώ
      Set the tray there. - Βάλε τον δίσκο εκεί.
    2. προσδιορίζω
      to set the rent - να ορίσω το ενοίκιο (την τιμή ενοικίου)
    3. βάζω, ρυθμίζω
      I set the alarm at 6 a.m. - Βάζω το ξυπνητήρι στις 6 π.μ.
    4. μπήγω ένα καρφί σε ξύλο, ώστε το κεφάλι του να είναι κάτω από την επιφάνεια
    5. ετοιμάζω, στρώνω το τραπέζι
      Please set the table for our guests.
      Παρακαλώ, στρώσε το τραπέζι για τους καλεσμένους μας.
    6. περιγράφω κάτι εισαγωγικά
      I'll tell you what happened, but first let me set the scene.
      Θα σου πω τι έγινε, αλλά πρώτα να σου δώσω μια εικόνα της σκηνής.
    7. τοποθετώ (πχ την υπόθεση ενός έργου)
      He will set his next film in France. - Η επόμενη ταινία του θα διαδραματίζεται στη Γαλλία. (απόδοση)
    8. φτιάχνω (σταυρόλεξο)
    9. ετοιμάζω το σκηνικό ενός έργου
    10. τακτοποιώ
      It was a complex page, but he set it quickly. - λείπει η μετάφραση
    11. αναθέτω εργασία
      The teacher set her students the task of drawing a foot. - λείπει η μετάφραση
    12. (αθλητισμός, βόλεϋ) στρώνω τη μπάλα σε ένα συμπαίκτη για μία επίθεση
  2. (αμετάβατο)
    1. στερεοποιούμαι
      The glue sets in 4 minutes. - λείπει η μετάφραση
    2. για ένα ουράνιο σώμα, δύω

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
set sets

Ετυμολογία [επεξεργασία]

set < (άμεσο δάνειο) αγγλική set

Προφορά[επεξεργασία]

ομόηχα: cet, cette, sept

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

set (fr) αρσενικό

  1. (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ) σετ
  2. όλα τα πετσετάκια ενός σερβίτσιου που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί για (ή πάνω σε) ένα τραπεζομάντηλο
     συνώνυμα: set de table
  3. (ειδικότερα) ένα απ' αυτά τα πετσετάκια



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

set (ca)



Οξιτανικά (oc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

set (oc)