set
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sɛt/
- Audio (US)βοήθεια, αρχείο
Επίθετο[επεξεργασία]
set (en)
- έτοιμος, προετοιμασμένος
- αποφασισμένος για κάτι
- set on getting to his destination
- ≈ συνώνυμα: determined, intent
- προκαθορισμένος
- a set menu
- ≈ συνώνυμα: dictated, prearranged, predetermined, prescribed, specified
- σταθερός σε μία άποψη
- (για τα μαλλιά) χτενισμένα με ένα συγκεκριμένο στιλ
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
set | sets |
set (en)
- σύνολο, σετ
- συλλογή, σετ
- a set of tools
- ένα αντικείμενο που αποτελείται από διάφορα μέρη
- a set of steps
- (μαθηματικά, θεωρία συνόλων) σύνολο, μαθηματικό αντικείμενο συνισταμένο από διακριτά αντικειμένα
- παρέα
- the country set
- ένα εργαλείο που βοηθάει για να μπήξουμε βαθιά ένα καρφί σε ξύλο, ζουμπάς για καρφιά
- nail set
- το σκηνικό
- (χορός) ο αρχικός ή κύριος σχηματισμός των χορευτών
- (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ) σετ
- δέκτης
- television set
[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
(πληροφορική)
- collection
- non-sequential (data structure)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | set |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets |
αόριστος | set |
παθητική μετοχή | set |
ενεργητική μετοχή | setting |
set (en)
- (μεταβατικό) βάζω κάτι κάτω, τοποθετώ
- Set the tray there.
- (μεταβατικό) προσδιορίζω
- to set the rent
- (μεταβατικό) βάζω, ρυθμίζω
- I set the alarm at 6 a.m.
- (μεταβατικό) μπήγω ένα καρφί σε ξύλο, ώστε το κεφάλι του να είναι κάτω από την επιφάνεια
- (μεταβατικό) ετοιμάζω το τραπέζι
- Please set the table for our guests.
- (μεταβατικό) περιγράφω κάτι εισαγωγικά
- I'll tell you what happened, but first let me set the scene.
- (μεταβατικό) τοποθετώ (πχ την υπόθεση ενός έργου)
- He says he will set his next film in France.
- (μεταβατικό) φτιάχνω (σταυρόλεξο)
- (μεταβατικό) ετοιμάζω το σκηνικό ενός έργου
- (μεταβατικό) τακτοποιώ
- It was a complex page, but he set it quickly.
- (μεταβατικό) αναθέτω εργασία
- The teacher set her students the task of drawing a foot.
- (αθλητισμός, βόλεϋ) στρώνω τη μπάλα σε ένα συμπαίκτη για μία επίθεση
- (αμετάβατο) στερεοποιούμαι
- The glue sets in 4 minutes.
- (αμετάβατο) για ένα ουράνιο σώμα, δύω
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- Weisenberg, Michael (2000) The Official Dictionary of Poker. MGI/Mike Caro University. ISBN 978-1880069523
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
set | sets |
set (fr) αρσενικό
- (αθλητισμός, τένις, βόλεϋ) σετ
- όλα τα πετσετάκια ενός σερβίτσιου που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί για (ή πάνω σε) ένα τραπεζομάντηλο
- (ειδικότερα) ένα απ' αυτά τα πετσετάκια
[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca) [επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
set (ca)
Οξιτανικά (oc) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
set (oc)
- η δίψα
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Θεωρία συνόλων (αγγλικά)
- Αθλητισμός (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αθλητισμός (γαλλικά)
- Καταλανική γλώσσα
- Αριθμητικά (καταλανικά)
- Οξιτανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (οξιτανικά)