offset
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| offset | offsets |
offset (en)
- η εξισορρόπηση, η αντιστάθμιση, το ποσό που εξισορροπεί την επίδραση του αντίθετου
the offset of profits with losses - η αντιστάθμιση ανάμεσα στα κέρδη και στις ζημιές
- (εκτύπωση) το όφσετ
- η απόσταση μεταξύ μιας τιμής (π.χ. θέσης) και μιας τιμής αναφοράς (π.χ. αρχική θέση)
- (προγραμματισμός) σε μονοδιάστατο πίνακα ένας ακέραιος που δείχνει την απόσταση ενός στοιχείου του από την αρχή του πίνακα
- (πληροφορική) ακέραιος που εκφράζει τη διαφορά μεταξύ μιας διεύθυνσης μνήμης και μιας άλλης διεύθυνσης που λαμβάνεται σαν αρχή μέτρησης
- δείτε επίσης: Offset (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | offset |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | offsets |
| αόριστος | offset, offsetted |
| παθητική μετοχή | offset, offsetted |
| ενεργητική μετοχή | offsetting |
offset (en)
- αντισταθμίζω, η αντιστάθμιση
The profits on shoes will offset the loss on bags.
- Τα κέρδη από τα παπούτσια θ' αντισταθμίσουν τη ζημία από τις τσάντες.
offsetting the weight with the counterweight - η αντιστάθμιση του βάρους με το αντίβαρο- ≈ συνώνυμα: balance out
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]offset (fr) αρσενικό