offset
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
offset | offsets |
offset (en)
- αντιστάθμιση
- εκτύπωση offset
- ανισορροπία, ασυμμετρία
- μετατόπιση
- προεξοχή
- η διαφορά μεταξύ μιάς τιμής (π.χ. θέσης) και μιάς τιμής αναφοράς (π.χ. αρχική θέση)
- η απόσταση κατά την οποία έχει μετακινηθεί αντικείμενο σε σχέση με άλλο
- (προγραμματισμός) σε μονοδιάστατο πίνακα ένας ακέραιος που δείχνει την απόσταση ενός στοιχείου του από την αρχή του πίνακα
- (πληροφορική) ακέραιος που εκφράζει τη διαφορά μεταξύ μιας διεύθυνσης μνήμης και μιας άλλης διεύθυνσης που λαμβάνεται σαν αρχή μέτρησης
- δείτε επίσης: Offset (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | offset |
γ΄ ενικό ενεστώτα | offsets |
αόριστος | offset, offsetted |
παθητική μετοχή | offset, offsetted |
ενεργητική μετοχή | offsetting |
offset (en)
- αντισταθμίζω
- σχηματίζω προεξοχή
- προκαλώ μετατόπιση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
offset στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
offset (fr) αρσενικό