set back

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας set back
γ΄ ενικό ενεστώτα sets back
αόριστος set back
παθητική μετοχή set back
ενεργητική μετοχή setting back

Ετυμολογία [επεξεργασία]

set back < → δείτε τις λέξεις set και back

Ρήμα[επεξεργασία]

set back (en)

  1. ρίχνω πίσω, καθυστερώ την πρόοδο κάτι ή κάποιου για συγκεκριμένο χρόνο
    The weather set back harvesting.
    Ο καιρός έριξε πίσω το θερισμό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay
  2. (ανεπίσημο, χωρίς παθητική φωνή) ρίχνω πίσω οικονομικά, κοστίζει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό
    My daughter’s wedding set me back quite a bit.
    Ο γάμος της κόρης μου μ' έριξε πολύ πίσω οικονομικά.

Πηγές[επεξεργασία]