set back
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | set back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets back |
αόριστος | set back |
παθητική μετοχή | set back |
ενεργητική μετοχή | setting back |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
set back (en)
- ρίχνω πίσω, καθυστερώ την πρόοδο κάτι ή κάποιου για συγκεκριμένο χρόνο
- (ανεπίσημο, χωρίς παθητική φωνή) ρίχνω πίσω οικονομικά, κοστίζει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό
- ↪ My daughter’s wedding set me back quite a bit.
- Ο γάμος της κόρης μου μ' έριξε πολύ πίσω οικονομικά.
- ↪ My daughter’s wedding set me back quite a bit.
Πηγές[επεξεργασία]
- set back - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω