οικονομικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οικονομικά < οικονομικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οικονομικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

ο Γιώργος σπουδάζει οικονομικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Επίρρημα

[επεξεργασία]

οικονομικά (τροπικό)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

οικονομικά