επιστήμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιστήμη, Κατηγορία:Επιστήμες

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιστήμη οι επιστήμες
      γενική της επιστήμης των επιστημών
    αιτιατική την επιστήμη τις επιστήμες
     κλητική επιστήμη επιστήμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιστήμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστήμη < ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά) και λόγιο ενδογενές δάνειο: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική science, sciences < λατινική scientia (μεταφραστικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστήμη[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈsti.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐στή‐μη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιστήμη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]