γνωρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνωρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γνωρίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣnoˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνω‐ρί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

γνωρίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  γιγνώσκω   γνωρίζομαι 
Παρατατικός  ἐγνώριζον 
Μέλλοντας  γνωριῶ   γνωρισθήσομαι 
Αόριστος  ἐγνώρισα   ἐγνωρίσθην 
Παρακείμενος  ἐγνώρισμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐγνωρίσμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνωρίζω θέμα -'γνω-'- ( < από ρίζα του γιγνώσκω ) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

γνωρίζω

  1. γνωρίζω
  2. (μεταβατικό) καθιστώ γνωστό κάτι, δείχνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]