ξέρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ξερό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξέρω < μεσαιωνική ελληνική ἠξεύρω/ἐξεύρω < αρχαία ελληνική ἐξεῦρον, αόριστος του ἐξευρίσκω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξέρω, παρατ.: ήξερα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ένας Θεός ξέρει / ποιος ξέρει; : ποιος θα μπορούσε να γνωρίζει;
  • ξέρω κάτι...
  • απ'έξω
  • απ'έξω κι ανακατωτά
  • νεράκι
  • στα δάχτυλα

Κλίση[επεξεργασία]

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξέρω ήξερα θα ξέρω να ξέρω ξέροντας
β' ενικ. ξέρεις ήξερες θα ξέρεις να ξέρεις ξέρε
γ' ενικ. ξέρει ήξερε θα ξέρει να ξέρει
α' πληθ. ξέρουμε ξέραμε θα ξέρουμε να ξέρουμε
β' πληθ. ξέρετε ξέρατε θα ξέρετε να ξέρετε ξέρετε
γ' πληθ. ξέρουν(ε) ήξεραν
ξέραν(ε)
θα ξέρουν(ε) να ξέρουν(ε)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]