ξέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξέρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkse.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξέ‐ρω
- τονικό παρώνυμο: ξερό
Ρήμα[επεξεργασία]
ξέρω, πρτ.: ήξερα ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους (χωρίς παθητική φωνή)
- γνωρίζω κάτι ή κάποιον
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
ιδιωματικά:
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ένας Θεός ξέρει
- ξέρω κάτι...
- στα δάχτυλα
- ποιος ξέρει;
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | ξέρω | ήξερα | θα ξέρω | να ξέρω | ξέροντας | |
β' ενικ. | ξέρεις | ήξερες | θα ξέρεις | να ξέρεις | ξέρε | |
γ' ενικ. | ξέρει | ήξερε | θα ξέρει | να ξέρει | ||
α' πληθ. | ξέρουμε | ξέραμε | θα ξέρουμε | να ξέρουμε | ||
β' πληθ. | ξέρετε | ξέρατε | θα ξέρετε | να ξέρετε | ξέρετε | |
γ' πληθ. | ξέρουν(ε) | ήξεραν ξέραν(ε) |
θα ξέρουν(ε) | να ξέρουν(ε) |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξέρω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ξέρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ξέρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέρω < ἐξέρω με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος [1] < (ἐ)ξεύρω / (ἠ)ξεύρω αρχαία ελληνική με βάση τον αόριστο ἐξεῦρον του ἐξευρίσκω (ανακαλύπτω, βρίσκω). Για την απουσία του [v] (/eˈksevɾo/ > /(e)ˈkseɾo/), διαφορετικές εκδοχές:[2]
- πιθανόν υπήρξε ημιφωνική προφορά, και μετά, σίγηση (/eu/ > /ew/ > /e/ αντί του /ev/)
- ή ίσως, με την επίδραση ρημάτων σε /ero/, όπως χαίρω, φέρω
- Επίσης, έχει προταθεί η υπόθεση ανομοίωσης του [v] σε φράσεις όπως «ξεύρεις βρέ».
- Δεν ευσταθεί αναγωγή στο ἐξαίρω (υψώνω, προβάλλω) γιατί δεν δικαιολογείται σχέση των αορίστων ἤξερα - ἐξῆρα.
Ρήμα[επεξεργασία]
ξέρω
- ξέρω, γνωρίζω, είμαι ενήμερος
- (Χρειάζεται ανάπτυξη)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Ρηματικοί τύποι=[επεξεργασία]
- ξευράμενος (μετοχή)
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ξέρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ξέρω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- ξέρω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)