χαίρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαίρω < αρχαία ελληνική χαίρω < χαρά
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χαίρω παρατ. έχαιρα μελλ. εξ. θα χαίρω μτχ. -χαίροντας μόνο στα σύνθετα (επιχαίροντας, συγχαίροντας)
- νιώθω χαρά
- έχω, κατέχω
- χαίρει ειδικής μεταχείρισης (τον περιποιούνται, τον εξαιρούν από κάτι που ισχύει για τους πολλούς)
- «χαίρει εκτίμησης»
- χαίρει άκρας υγείας
- το β΄ πρόσωπο πληθ. του ενεστ. χαίρετε ως προσφώνηση και κόσμιος χαιρετισμός-αποχαιρετισμός
- Χαίρετε, θα μπορούσα μήπως να δανειστώ τον αναπτήρα σας;
- (στο τηλέφωνο) Χαίρετε Θα μπορούσα να μιλήσω με τον κ. Παπαδάκη;
- Περάσαμε θαυμάσια, αλλά ώρα να σας καληνυχτίσουμε. Χαίρετε
- το β΄ πρόσωπο πληθ. ως επίλογος φράσης, απότομα και κοφτά, για να κλείσει μια συζήτηση και μια συνάντηση, όπου το χαίρετε συνιστά διακριτικά αγενή και ξερό αποχαιρετισμό
- Δεν νομίζω να ζήτησα πολλά, αλλά αφού δεν ευκαιρείς, χαίρετε!!!
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- να σε χαρώ (θαυμασμός, χαρά ή ειρωνία)
- Χαίρε Μαρία (απόδοση του Ave Maria αλλά και χαιρετισμός προς την Παναγία από τον αρχάγγελο)
- χαίρω πολύ και χαίρω πολύ για την γνωριμία (στις συστάσεις με ένα άνθρωπο που πρωτογνωρίζουμε)
- χαίρω πολύ (ειρωνικά, όταν μας λένε κάτι αυτονόητο ή για κάτι που πάει κάποιος να κάνει πολύ αργά και το έχουμε ήδη κάνει εμείς)
- να με χαρείς! (σε εξορκίζω, σε δεσμεύω με όρκο, διαφορετικά θα πεθάνω)
- να μη χαρείς... (κατάρα)
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
και τα παράγωγά τους
→ δείτε τη λέξη χαίρε και χαίρομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαίρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
χαίρω
- χαίρομαι
- ἥδομαι καὶ χαίρομαι κεὐφραίνομαι
- χαιρετώ
- χαῖρ᾽, ἐσθλὸς ἐσθλοῦ παῖς, τύραννε τῆσδε γῆς, Ἕκτορ. Παλαιᾷ σ᾽ ἡμέρᾳ προσεννέπω. Χαίρω δέ σ᾽ εὐτυχοῦντα καὶ προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν: (Χαίρε, γενναίε Έκτορα, παιδί γενναίου, άρχοντα αυτής της γης. Μετά από μια μακρά ημέρα σε χαιρετίζω. Χαίρομαι για την επιτυχία σου, να σε βλέπω στρατοπεδευμένο...)
- αποχαιρετώ μια παλιά μου σκέψη, την ξεχνώ, αλλάζω γνώμη
- χαιρέτω βουλεύματα τά πρόσθεν
Κλίση[επεξεργασία]
- τύποι που απαντούν
- Ενεργ. μέλλ. χαιρήσω και κεχαρήσω και χαρῶ αορ. ἐχαίρησα, παρακ. κεχάρηκα
- Μέση <χαίρομαι>, μέλ.χαροῦμαι, χαρήσομαι, κεχαρήσομαι, αόρ. ἐχηράμην, χεράμην, κεχαρόμην, ἐχάρην, παρακ. κεχάρημαι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- οὐ χαιρήσεις: δεν θα χαρείς για πολύ (θα το πληρώσεις στο μέλλον)
- χαῖρε, χαίρετον (δυικός) χαίρετε (χαιρετισμός όπως σήμερα) και μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν και χαῖρέ μοι
- (εἴτε δὲ ἐγένετό τις Σάλμοξις ἄνθρωπος, εἴτ᾽ ἐστὶ δαίμων τις Γέτῃσι οὗτος ἐπιχώριος,) χαιρέτω. : (δεν μπορώ να ξέρω αν ήταν άνθρωπος ή θεότητα των Γετών,) αυτό το θέμα το αφήνω