χαιρετισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαιρετισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαιρετισμός & αγγλική ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική salutation. [1] Δείτε: χαιρετίζω < χαίρε (προστακτική του ρήματος χαίρω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çe.ɾe.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαι‐ρε‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαιρετισμός αρσενικό
η ενέργεια του χαιρετίζω με διάφορα μέσα και ανάλογα με τις περιστάσεις, τα έθιμα κάθε λαού, την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει όποιος χαιρετά και εκείνος τον οποίο αυτός χαιρετίζει, την οικειότητα και άλλες παραμέτρους. Μπορεί να γίνει με διάφορους συμβολισμούς και τελετουργικά, άλλοτε φραστικά και άλλοτε με νεύματα, χειρονομίες, κινήσεις κ.λπ.
- ως ευχή που δείχνει καλή διάθεση προς τον χαιρετούμενο
- ως απόδοση τιμών προς εκπρόσωπο κράτους ή καλλιτέχνη ή για εορτασμό εθνικών επετείων
- ⮡ Όταν στις Κάννες βραβεύθηκε η Μελίνα Μερκούρη υψώθηκε στο χώρο του φεστιβάλ σε ένδειξη χαιρετισμού η ελληνική σημαία.
- ⮡ Στις 11 Νοεμβρίου στην Καστοριά γιορτάζουν την απελευθέρωση της πόλης με κανονιοβολισμούς σε ένδειξη χαιρετισμού της επετείου
- ως δήλωση μη εχθρότητας και μη απειλής
- ⮡ Ο χαιρετισμός διά χειραψίας αλλά και το αγκάλιασμα καθιερώθηκαν διεθνώς επειδή αποδείκνυαν ότι δύο άνδρες δεν κρατούσαν όπλα στο δεξί χέρι τους.
- ⮡ Όταν μπαίνει πολεμικό πλοίο σε λιμάνι ο εθιμοτυπικός χαιρετισμός' είναι 21 κανονιοβολισμοί.
- ως δήλωση υποτέλειας ή βαθύτατου σεβασμού
- ως δήλωση φιλίας και αγάπης
- ως συναδελφική ή άλλου είδους αλληλεγγύη ή ένδειξη ταυτότητας απόψεων
- ⮡ Στις εθνικές οδούς οι μοτοσικλετιστές σε ένδειξη χαιρετισμού αναβοσβήνουν τα φώτα τους.
- ⮡ Μετά το Πάσχα οι χριστιανοί συνήθιζαν αντί για άλλο χαιρετισμό να λένε «Χριστός Ανέστη» και ο χαιρετούμενος να απαντά «Αληθώς ανέστη».
- ως ένδειξη αναγνώρισης από απόσταση
- ως ένδειξη πειθαρχίας και υπακοής
- ⮡ Οι στρατιωτικοί απευθύνουν χαιρετισμό με καθορισμένο τρόπο.
- ⮡ Ο χαιρετισμός της σημαίας γίνεται σε στάση προσοχής.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χαιρετάω / χαιρετώ
- χαιρέτισμα
- Χαιρετισμοί (πληθυντικός, εκκλησιαστικός όρος)
→ και δείτε τη λέξη χαιρετίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χαιρετισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χαιρετισμός | οἱ | χαιρετισμοί | ||||
γενική | τοῦ | χαιρετισμοῦ | τῶν | χαιρετισμῶν | ||||
δοτική | τῷ | χαιρετισμῷ | τοῖς | χαιρετισμοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | χαιρετισμόν | τοὺς | χαιρετισμούς | ||||
κλητική ὦ! | χαιρετισμέ | χαιρετισμοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαιρετισμώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χαιρετισμοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
[επεξεργασία]- χαιρετισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)