υπακοή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπακοή οι υπακοές
      γενική της υπακοής
    αιτιατική την υπακοή τις υπακοές
     κλητική υπακοή υπακοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπακοή < ελληνιστική κοινή ὑπακοή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.pa.koˈi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπακοή θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]