αγκάλιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκάλιασμα < αγκαλιάζω < αγκαλιά < αρχαία ελληνική ἀγκάλη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ˈga.ʎa.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκάλιασμα ουδέτερο
- η κίνηση που κάνει κάποιος όταν αγκαλιάζει κάποιον άλλον· το να σφίγγεις κάποιον στην αγκαλιά σου