embracing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
embracing | embracings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
embracing (en)
- η ενέργεια του αγκαλιάζω, το αγκάλιασμα, ο εναγκαλισμός
- ↪ The deadly embracing of the snake.
- Tο θανατηφόρο αγκάλιασμα του φιδιού.
- ↪ The deadly embracing of the snake.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
embracing (en)