embrace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
embrace | embraces |
embrace (en)
- το αγκάλιασμα, η αγκαλιά, ο εναγκαλισμός
- ↪ a strong embrace - δυνατό αγκάλιασμα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | embrace |
γ΄ ενικό ενεστώτα | embraces |
αόριστος | embraced |
παθητική μετοχή | embraced |
ενεργητική μετοχή | embracing |
embrace (en)
- (μεταβατικό) αγκαλιάζομαι
- (μεταβατικό, μεταφορικά) αγκαλιάζω, ασπάζομαι, ενστερνίζομαι (πχ ιδέες)
- ↪ he embraced the principles - αγκάλιασε τις αρχές