embrace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
embrace (en)
- αγκαλιάζω
- (μεταφορικά) ασπάζομαι, ενστερνίζομαι (πχ ιδέες)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
embrace (en)