Μετάβαση στο περιεχόμενο

espouse

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας espouse
γ΄ ενικό ενεστώτα espouses
αόριστος espoused
παθητική μετοχή espoused
ενεργητική μετοχή espousing

espouse (en)