arm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ARM

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
arm arms

arm (en)

  1. το χέρι, ο βραχίονας
    1. το χέρι (από τον ώμο μέχρι (μερικές φορές) και τον καρπό)
    2. ο βραχίονας, το μπράτσο
    3. μηχανικός βραχίονας
    4. οτιδήποτε μοιάζει με βραχίονα
  2. το όπλο, ο εξοπλισμός
    To arms! - Στα όπλα!
    the arms race - ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών
     συνώνυμα: armament

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας arm
γ΄ ενικό ενεστώτα arms
αόριστος armed
παθητική μετοχή armed
ενεργητική μετοχή arming

arm (en)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]


Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Επίθετο[επεξεργασία]

arm (de)

  1. φτωχός (χωρίς χρήματα)
  2. φτωχός (κακόμοιρος)

Κλίση[επεξεργασία]



Εσθονικά (et)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

arm (et)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

arm (nl)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

arm (sv) κοινό

  1. βραχίονας, μπράτσο