μπράτσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπράτσο | τα | μπράτσα |
γενική | του | μπράτσου | των | μπράτσων |
αιτιατική | το | μπράτσο | τα | μπράτσα |
κλητική | μπράτσο | μπράτσα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ανθρώπινο μπράτσο (1)
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπράτσο < ιταλική braccio < λατινική bracchium < αρχαία ελληνική βραχίων (αντιδάνειο)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπράτσο ουδέτερο
- (ανατομία) μέλος του σώματος ανάμεσα στον ώμο και τον αγκώνα
- τμήμα καθίσματος για στήριξη των χεριών
- τα μπράτσα της καρέκλας/της πολυθρόνας
- (μουσική) ένταστη ή άταστη ταστιέρα
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στηρίζομαι στα μπράτσα μου: είμαι αυτοδύναμος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέλος του σώματος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)