braccio
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]braccio (it) αρσενικό (πληθυντικός: le braccia)
- το μπράτσο
Παράγωγα
[επεξεργασία]- braccetto (υποκοριστικό) στην έκφραση a braccetto
braccio (it) αρσενικό (πληθυντικός: le braccia)