βραχίων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βραχίων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βραχίων

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βραχίων αρσενικό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

λέξεις της καθαρεύουσας:



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βραχίων < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βραχίων, γενική: τῆς βραδυτῆτος με μετακίνηση τόνου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βραχίων αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) το μπράτσο
  2. ο βράχος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

για τη σημασία: μπράτσο

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βρᾰχῑων- βρᾰχῑον-
ονομαστική βραχίων οἱ βραχίονες
      γενική τοῦ βραχίονος τῶν βραχιόνων
      δοτική τῷ βραχίον τοῖς βραχίοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βραχίον τοὺς βραχίονᾰς
     κλητική ! βραχῖον βραχίονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βραχίονε
γεν-δοτ τοῖν  βραχιόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βραχίων < βραχύς Η ετυμολόγηση είναι αβέβαιη. Κατά την άποψη του λεξικογράφου Πολυδεύκη (Pollux), προέρχεται από το βραχίων, συγκριτικό βαθμό του επιθέτου βραχύς, επειδή το τμήμα αυτό του χεριού είναι μικρότερο από τον πήχυ («ὅτι ἐστὶ τοῦ πήχεως βραχύτερος»)] [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βραχίων, -ονος αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

βραχίων: βραχ(ύς) + -ίων

Επίθετο

[επεξεργασία]

βραχίων, -ων [ιωνικό με ῐ, αττική διάλεκτος με ῑ] (Χρειάζεται έλεγχος, αν υπάρχει ουδέτερο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.