βραχίων
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βραχίων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βραχίων
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βραχίων αρσενικό
Παράγωγα
[επεξεργασία]λέξεις της καθαρεύουσας:
Πηγές
[επεξεργασία]- βραχίων — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βραχίων < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βραχίων, γενική: τῆς βραδυτῆτος με μετακίνηση τόνου
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βραχίων αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) το μπράτσο
- ο βράχος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]για τη σημασία: μπράτσο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- βραχίων - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- βραχίων - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βρᾰχῑων- βρᾰχῑον- | |||||
ονομαστική | ὁ | βραχίων | οἱ | βραχίονες | |
γενική | τοῦ | βραχίονος | τῶν | βραχιόνων | |
δοτική | τῷ | βραχίονῐ | τοῖς | βραχίοσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | βραχίονᾰ | τοὺς | βραχίονᾰς | |
κλητική ὦ! | βραχῖον | βραχίονες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βραχίονε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | βραχιόνοιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βραχίων, -ονος αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]βραχίων, -ων [ιωνικό με ῐ, αττική διάλεκτος με ῑ] (Χρειάζεται έλεγχος, αν υπάρχει ουδέτερο)
- συγκριτικός βαθμός του βραχύς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βράχιστος (υπερθετικός & βραχύτατος)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- βραχίων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βραχίων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Απαρχαιωμένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μετακινήσεις τόνου (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση 'γείτων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γείτων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γείτων' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίων (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα συγκριτικού βαθμού (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)