βραχιόνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχιόνιος η βραχιόνιος
βραχιόνια
το βραχιόνιο
      γενική του βραχιόνιου της βραχιόνιου
βραχιόνιας
του βραχιόνιου
    αιτιατική τον βραχιόνιο τη βραχιόνιο
βραχιόνια
το βραχιόνιο
     κλητική βραχιόνιε βραχιόνιε
βραχιόνια
βραχιόνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχιόνιοι οι βραχιόνιοι
βραχιόνιες
τα βραχιόνια
      γενική των βραχιόνιων των βραχιόνιων των βραχιόνιων
    αιτιατική τους βραχιόνιους τις βραχιόνιους
βραχιόνιες
τα βραχιόνια
     κλητική βραχιόνιοι βραχιόνιοι
βραχιόνιες
βραχιόνια
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραχιόνιος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

βραχιόνιος, -ος/-α, -ο

βραχιόνιο οστό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]