arming
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arming | armings |
arming (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
arming (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του arm
ενικός | πληθυντικός |
arming | armings |
arming (en)
arming (en)