arming

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
arming armings

arming (en)

  1. ο εξοπλισμός
    The purchase of new weapons for arming our army
    Η αγορά νέων όπλων για εξοπλισμό του στρατού μας
     συνώνυμα: armament

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

arming (en)