δράττομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δράττομαι < αρχαία ελληνική δράττομαι < πρωτοελληνική *dr̥kʰ
Ρήμα[επεξεργασία]
δράττομαι , στ.μέλλ.: θα δραχθώ, αόρ.: δράχθηκα
- (αρχαιοπρεπές) αρπάζω, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι
- δράττομαι της ευκαιρίας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δράττομαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι | Ενεργητική φωνή | Μέση-Παθητική φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | δράττομαι | |
Παρατατικός | ἐδραττόμην | |
Μέλλοντας | δράξομαι | |
Αόριστος | ἐδραξάμην | |
Παρακείμενος | δέδραγμαι | |
Υπερσυντέλικος | έδεδράγμην | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δράττομαι < πρωτοελληνική *dr̥kʰ
Ρήμα[επεξεργασία]
δράττομαι
- αδράχνω, πιάνω με το χέρι
- (μεταφορικά) αρπάζω, εκμεταλλεύομαι
- δρράττομαι καιρού
- (μεταφορικά) αποκτώ συγγένεια
- δράττομαι μείζονος οἴκου (με γάμο)
- πιάνω (κάποιον που εκανε κάτι κακό)