Μετάβαση στο περιεχόμενο

αδράχνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδράχνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δράχνω με ανάπτυξη προτακτικού α- < ελληνιστική κοινή δράσσω με βάση το συνοπτικό θέμα δραξ-[1] < αρχαία ελληνική δράττομαι < πρωτοελληνική *dr̥kʰ

αδράχνω, στ.μέλλ.: θα αδράξω, αόρ.: άδραξα/έδραξα, μτχ.π.π.: αδραγμένος, χωρίς παθητική φωνή

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

 δείτε τις λέξεις αρπάζω, εκμεταλλεύομαι και επωφελούμαι

|}

Αναφορές

[επεξεργασία]