σφίγγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφίγγω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σφίγγω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsfiŋ.ɡo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφίγ‐γω
Ρήμα
[επεξεργασία]σφίγγω, αόρ.: έσφιξα, παθ.φωνή: σφίγγομαι, π.αόρ.: σφίχτηκα, μτχ.π.π.: σφιγμένος
- πιάνω κάτι και το κρατώ δυνατά ώστε να μην μπορεί να κινηθεί
- ※ Ήθελα να την αγκαλιάσω, να την σφίξω πάνω μου. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- στρέφω κάτι ή το μαζεύω ώστε να μην είναι χαλαρό
- ↪ σφίγγω μια βίδα, σφίγγω τη θηλειά
- (μεταφορικά) ασκώ έντονη πίεση σε κάποιον, πιέζω
- ※ Ο τρόμος τής έσφιγγε το λαιμό και δεν μπορούσε ν' ανασάνει. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- σφίγγω την καρδιά μου:
- σφίγγεται η καρδιά μου: θλίβομαι
- σφίγγω το ζωνάρι μου, σφίγγω τη ζώνη μου: περιορίζω τα έξοδά μου, κάνω οικονομία
- σφίγγω το λουρί, σφίγγω τα λουριά σε κάποιον: γίνομαι αυστηρότερος
- σφίγγω τα δόντια: προσπαθώ να αντέξω μια δύσκολη κατάσταση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρέφω κάτι ώστε να μην είναι χαλαρό
σφίγγω τη ζώνη μου
σφίγγω τα δόντια
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- σφίγγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφίγγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)