grasp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας grasp
γ΄ ενικό ενεστώτα grasps
αόριστος grasped
παθητική μετοχή grasped
ενεργητική μετοχή grasping

Ρήμα[επεξεργασία]

grasp (en)

  1. σφίγγω, αρπάζω, πιάνω κάτι σφιχτά και το κρατώ δυνατά
    I grasp someone’s arm.
    Σφίγγω το μπράτσο κάποιου.
    She grasped the rope tightly.
    Έπιασε σφιχτά το σχοινί.
     συνώνυμα:  clasp, clench, clutch, grab, grip, seize και squeeze
  2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι απόλυτα
    His theory is hard to grasp.
    Η θεωρία του είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
    I’m not totally grasping your idea.
    Δεν αντιλαμβάνομαι εντελώς την ιδέα σας.
    He doesn’t grasp what a difficult situation we’re in.
    Δεν καταλαβαίνει σε τι δύσκολη θέση είμαστε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand

Πηγές[επεξεργασία]