grasp
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| grasp | grasps |
grasp (en) (συνήθως ενικός)
- το κράτημα, το πιάσιμο, το σφίξιμο, η ενέργεια του να κρατάω γερά, του να πιάνω ή του να σφίγγω
- η αντίληψη, η κατανόηση
I have a clear grasp of the problem.
- Έχω σαφή αντίληψη/κατανόηση του προβλήματος.
It’s a problem that’s beyond my grasp.
- Είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορώ να το καταλάβω.
- ≈ συνώνυμα: grip, → και δείτε τη λέξη understanding
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | grasp |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | grasps |
| αόριστος | grasped |
| παθητική μετοχή | grasped |
| ενεργητική μετοχή | grasping |
grasp (en) (μεταβατικό)
- αρπάζω, αδράχνω, σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά και το κρατώ δυνατά
She grasped my arm.
- Μου άρπαξε το μπράτσο.
He grasped the sword and rushed at the enemy.
- Άδραξε το σπαθί κι όρμησε στον εχθρό.
He grasped the money in his hand.
- Έσφιξε τα λεφτά στο χέρι του.
She grasped the rope tightly.
- Έπιασε σφιχτά το σχοινί.
- ≈ συνώνυμα: clasp, clench, clutch, grab, grip, hang on, hold, seize, squeeze και take
- κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι απόλυτα
His theory is hard to grasp.
- Η θεωρία του είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
I’m not totally grasping your idea.
- Δεν αντιλαμβάνομαι εντελώς την ιδέα σας.
He doesn’t grasp what a difficult situation we’re in.
- Δεν καταλαβαίνει σε τι δύσκολη θέση είμαστε.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
- αρπάζω μια ευκαιρία
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- grasp (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- grasp (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 701-703, 857-858. ISBN 9780194325684., λήμμα: πιάνω, σφίγγω