Μετάβαση στο περιεχόμενο

grasp

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grasp grasps

grasp (en) (συνήθως ενικός)

  1. το κράτημα, το πιάσιμο, το σφίξιμο, η ενέργεια του να κρατάω γερά, του να πιάνω ή του να σφίγγω
    παράδειγμα  I grabbed him but he slipped from my grasp.
    Τον έπιασα, αλλά μου ξέφυγε από το κράτημα.
    παράδειγμα  Her grasp on the rope was strong.
    Το πιάσιμο της του σχοινιού ήταν γερό.
    παράδειγμα  He felt the grasp on his arm as they pulled him back.
    Ένιωσε το σφίξιμο στο μπράτσο του καθώς τον τράβηξαν πίσω.
     συνώνυμα:  grip και hold
  2. η αντίληψη, η κατανόηση
    παράδειγμα  I have a clear grasp of the problem.
    Έχω σαφή αντίληψη/κατανόηση του προβλήματος.
    παράδειγμα  It’s a problem that’s beyond my grasp.
    Είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορώ να το καταλάβω.
     συνώνυμα: grip,  και δείτε τη λέξη understanding
ενεστώτας grasp
γ΄ ενικό ενεστώτα grasps
αόριστος grasped
παθητική μετοχή grasped
ενεργητική μετοχή grasping

grasp (en) (μεταβατικό)

  1. αρπάζω, αδράχνω, σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά και το κρατώ δυνατά
    παράδειγμα  She grasped my arm.
    Μου άρπαξε το μπράτσο.
    παράδειγμα  He grasped the sword and rushed at the enemy.
    Άδραξε το σπαθί κι όρμησε στον εχθρό.
    παράδειγμα  He grasped the money in his hand.
    Έσφιξε τα λεφτά στο χέρι του.
    παράδειγμα  She grasped the rope tightly.
    Έπιασε σφιχτά το σχοινί.
     συνώνυμα:  clasp, clench, clutch, grab, grip, hang on, hold, seize, squeeze και take
  2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι απόλυτα
    παράδειγμα  His theory is hard to grasp.
    Η θεωρία του είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
    παράδειγμα  I’m not totally grasping your idea.
    Δεν αντιλαμβάνομαι εντελώς την ιδέα σας.
    παράδειγμα  He doesn’t grasp what a difficult situation we’re in.
    Δεν καταλαβαίνει σε τι δύσκολη θέση είμαστε.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη understand
  3. αρπάζω μια ευκαιρία
    παράδειγμα  He grasped the opportunity and got rich.
    Άρπαξε την ευκαιρία και πλούτισε.
     συνώνυμα: seize

Παράγωγα

[επεξεργασία]