seize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | seize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seizes |
αόριστος | seized |
παθητική μετοχή | seized |
ενεργητική μετοχή | seizing |
Ρήμα[επεξεργασία]
seize (en)
- (μεταβατικό) κυριεύω, κατακτώ μια περιοχή
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 487. ISBN 9780194325684., λήμμα: κυριεύω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
seize (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
seize (fr) αρσενικό