seize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας seize
γ΄ ενικό ενεστώτα seizes
αόριστος seized
παθητική μετοχή seized
ενεργητική μετοχή seizing

Ρήμα[επεξεργασία]

seize (en)

  1. (μεταβατικό) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά και το κρατώ δυνατά
    I seize someone’s arm.
    Σφίγγω το μπράτσο κάποιου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp
  2. (μεταβατικό) κυριεύω, κατακτώ μια περιοχή
    I seize a country.
    Κυριεύω μια χώρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη conquer

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 487, 857-858. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κυριεύω, σφίγγω



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αριθμητικό[επεξεργασία]

seize (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

seize (fr) αρσενικό