conquer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας conquer
γ΄ ενικό ενεστώτα conquers
αόριστος conquered
παθητική μετοχή conquered
ενεργητική μετοχή conquering

Ρήμα[επεξεργασία]

conquer (en)

Πηγές[επεξεργασία]