conquer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | conquer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conquers |
αόριστος | conquered |
παθητική μετοχή | conquered |
ενεργητική μετοχή | conquering |
Ρήμα
[επεξεργασία]conquer (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- conquer - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 487. ISBN 9780194325684., λήμμα: κυριεύω