clasp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | clasp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clasps |
αόριστος | clasped |
παθητική μετοχή | clasped |
ενεργητική μετοχή | clasping |
Ρήμα[επεξεργασία]
clasp (en)
- (μεταβατικό) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά