clutch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clutch (en), πληθυντικός: clutches
- ο συμπλέκτης (o μηχανισμός σύμπλεξης-αποσύμπλεξης και το πεντάλ, το αμπραγιάζ
- χέρι ή νύχι που έχει αδράξει γερά κάτι
- μικρή τσάντα χωρίς λουρί ή λαβή, που μοιάζει με φάκελο
- πολλά αβγά, πουλάκια ή άνθρωποι μαζί, ως σύνολο
- μια κρίσιμη κατάσταση
Ρήμα[επεξεργασία]
clutch (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
clutch (en)
- (ΗΠΑ) που τείνει να λειτουργεί καλά σε δύσκολες συνθήκες, υπό πίεση