συμπλέκτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμπλέκτης οι συμπλέκτες
      γενική του συμπλέκτη των συμπλεκτών
    αιτιατική τον συμπλέκτη τους συμπλέκτες
     κλητική συμπλέκτη συμπλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπλέκτης < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /simˈble.ktis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμπλέκτης αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]