συμπλέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπλέκτης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /simˈble.ktis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπλέκτης αρσενικό
- (μηχανολογία) (νεολογισμός) μηχανισμός των οχημάτων για τη σύνδεση (σύμπλεξη) και αποσύνδεση (αποσύμπλεξη) των ομοαξονικών μερών του συστήματος που χρησιμεύει στη μετάδοση της περιστροφικής κίνησης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αμπραγιάζ
- ντεμπραγιάζ
- κλατς (Κυπριακή διάλεκτος)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)