grab
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | grab |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grabs |
αόριστος | grabbed |
παθητική μετοχή | grabbed |
ενεργητική μετοχή | grabbing |
Ρήμα[επεξεργασία]
grab (en)
- (μεταβατικό) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά