squeeze
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
squeeze | squeezes |
squeeze (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | squeeze |
γ΄ ενικό ενεστώτα | squeezes |
αόριστος | squeezed |
παθητική μετοχή | squeezed |
ενεργητική μετοχή | squeezing |
squeeze (en)
- πιέζω, ζουλάω
- (μεταβατικό) στύβω, βγάζω υγρό από κάτι πιέζοντάς το ή στρίβοντάς το δυνατά
- ↪ I squeeze the juice out of a lemon.
- Βγάζω το χυμό από ένα λεμόνι.
- ↪ I squeeze the juice out of a lemon.
- σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
- (μεταφορικά) πιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον μεταξύ δύο διαφορετικών καταστάσεων
- στριμώχνω κάτι, καταφέρνω να το κάνω να χωρέσει σε μικρό χώρο
- τραβώ με δυσκολία κάτι για να το βγάλω από κάπου
Πηγές[επεξεργασία]
- squeeze (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- squeeze (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω