squeeze

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
squeeze squeezes

squeeze (en)

  1. η πίεση, πιεστική κατάσταση
  2. ένα πολύ στενό πέρασμα
  3. το σφίξιμο (χειρονομία)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας squeeze
γ΄ ενικό ενεστώτα squeezes
αόριστος squeezed
παθητική μετοχή squeezed
ενεργητική μετοχή squeezing

squeeze (en)

  1. πιέζω, ζουλάω
  2. (μεταβατικό) στύβω, βγάζω υγρό από κάτι πιέζοντάς το ή στρίβοντάς το δυνατά
    I squeeze the juice out of a lemon.
    Βγάζω το χυμό από ένα λεμόνι.
  3. σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά
    I squeeze someone’s hand.
    Σφίγγω το χέρι κάποιου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp
  4. (μεταφορικά) πιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον μεταξύ δύο διαφορετικών καταστάσεων
  5. στριμώχνω κάτι, καταφέρνω να το κάνω να χωρέσει σε μικρό χώρο
  6. τραβώ με δυσκολία κάτι για να το βγάλω από κάπου

Πηγές[επεξεργασία]