stuff

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stuff (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (ανεπίσημο) τα πράγματα, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια ουσία, υλικό, ομάδα αντικειμένων κτλ. όταν δεν ξέρω το όνομα, όταν το όνομα δεν είναι σημαντικό ή όταν είναι προφανές για τι μιλάω
    We have already packed stuff for the move.
    Έχουμε ήδη αμπαλάρει τα πράγματα για τη μετακόμιση.
  2. (λογοτεχνικό, επίσημο) η στόφα, η πάστα, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό κάτι· κάτι στο οποίο βασίζεται ή είναι φτιαγμένο κάτι άλλο
    He is the stuff heroes are made of.
    Είναι από τη στόφα των ηρώων./Είναι από πάστα ήρωα.
     συνώνυμα: makings

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας stuff
γ΄ ενικό ενεστώτα stuffs
αόριστος stuffed
παθητική μετοχή stuffed
ενεργητική μετοχή stuffing

stuff (en)

  • χώνω, σπρώχνω κάτι γρήγορα και απρόσεκτα σε ένα μικρό χώρο
    He stuffed everything into a drawer.
    Τα 'χωσε όλα μέσα σ' ένα συρτάρι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze

Πηγές[επεξεργασία]