making
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
making | makings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
making (en)
- ο τρόπος κατασκευής, η φτιαξιά, η στόφα
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
making (en)