χαρακτηριστικό
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | χαρακτηριστικό | χαρακτηριστικά |
γενική | χαρακτηριστικού | χαρακτηριστικών |
αιτιατική | χαρακτηριστικό | χαρακτηριστικά |
κλητική | χαρακτηριστικό | χαρακτηριστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρακτηριστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χαρακτηριστικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρακτηριστικό ουδέτερο
- αυτό που χαρακτηρίζει κάποιον ή κάτι· ιδιαίτερο γνώρισμα, ιδιότητα προσώπου ή πράγματος
- είναι χαρακτηριστικό αυτού του ανθρώπου η ευγένεια
- (Ορολογία) νοητική αφαίρεση μιας ιδιότητας ενός αντικειμένου ή μιας ομάδας αντικειμένων (Ο ορισμός έχει διεθνώς τυποποιηθεί με το πρότυπο ISO 1087-1:2000)
- Παράδειγμα
- Κάποια από τα χαρακτηριστικά ενός συνηθισμένου μολυβιού: είναι όργανο που χρησιμοποιούμε για να γράφουμε, έχει πυρήνα από γραφίτη και ξύλινο περίβλημα, για να γράψουμε ξύνουμε τη μια άκρη του για να δημιουργηθεί μύτη στον γραφίτη ώστε τρίβοντάς τον π.χ. πάνω σε χαρτί να σχηματίζουμε γράμματα ή σχέδια.
- οι λεπτομέρειες της φυσιογνωμίας κάποιου, του προσώπου του
- ο πίνακας απεικόνιζε ρεαλιστικά τα ευγενικά χαρακτηριστικά της γυναίκας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρακτηριστικό
|
Κλιτή μορφή επιθέτου[επεξεργασία]
χαρακτηριστικό
- χαρακτηριστικός, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του χαρακτηριστικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού