property
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
property | properties |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɹɒp.ət.i/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
property (en)
- ιδιοκτησία
- ιδιότητα
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) διεπαφή (interface) για την διαχείριση κάποιου χαρακτηριστικού (attribute) ενός αντικειμένου με την χρήση μεθόδων (method), οι οποίες συνήθως είναι οι μέθοδοι προσπέλασης (getter) και μεταλλαγής (setter). Βοηθάει στην αναγνωσιμότητα του κώδικά γιατί χρησιμοποιεί τη σημειογραφία της τελείας (dot notation) αντί για δυσανάγνωστες εκφράσεις μεθόδων.
- δείτε επίσης: property στην αγγλική Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
property στην αγγλική Βικιπαίδεια