διεπαφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεπαφή οι διεπαφές
      γενική της διεπαφής των διεπαφών
    αιτιατική τη διεπαφή τις διεπαφές
     κλητική διεπαφή διεπαφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διεπαφή < δι- + επαφή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διεπαφή θηλυκό

  1. (πληροφορική) ο τρόπος επικοινωνίας ανθρώπου-μηχανής (HCI) και γενικότερα η επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών οντοτήτων, όπως μεταξύ συσκευών, συσκευών και λειτουργικών συστημάτων, κλπ
    Συνώνυμο: διεπαφή χρήστη
  2. (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) κοινό σύνορο επικοινωνίας μεταξύ δύο λειτουργικών μονάδων που διαθέτει καθορισμένα χαρακτηριστικά σχετικά με τη λειτουργία των λειτουργικών μονάδων και τη μεταξύ τους επικοινωνία
Διάφορα είδη διεπαφής: διεπαφή πρόσβασης, αναλογική διεπαφή, ραδιοδιεπαφή, διεπαφή προγράμματος εφαρμογής.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. Τα «χαρακτηριστικά» που αναφέρονται στον ορισμό μπορούν να αφορούν λειτουργίες, φυσικές διασυνδέσεις, ανταλλαγές σημάτων κ.ά.
  2. Στα θεματικά πεδία πληροφορική και τηλεπικοινωνίες, όπου χρησιμοποιείται ο όρος, «λειτουργική μονάδα» θεωρείται οντότητα αποτελούμενη από υλισμικό και/ή λογισμικό και, κατ' επέκταση, μπορεί να θεωρηθεί και ο άνθρωπος χρήστης.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]