επαφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επαφή < αρχαία ελληνική ἐπαφή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.paˈfi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαφή οι επαφές
      γενική της επαφής των επαφών
    αιτιατική την επαφή τις επαφές
     κλητική επαφή επαφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

επαφή θηλυκό

  • η θέση δύο σωμάτων όπου ακουμπά το ένα το άλλο
πρέπει τα δύο μέρη να μείνουν σε επαφή έως ότου η κόλλα στεγνώσει
 συνώνυμα: άγγιγμα, ψαύση

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]