επαφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαφή < αρχαία ελληνική ἐπαφή
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαφή | οι | επαφές |
γενική | της | επαφής | των | επαφών |
αιτιατική | την | επαφή | τις | επαφές |
κλητική | επαφή | επαφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
επαφή θηλυκό
- η θέση δύο σωμάτων όπου ακουμπά το ένα το άλλο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- εξ επαφής: από πολύ κοντά
- έρχομαι σε επαφή: επικοινωνώ, συναντώ
- μένω σε επαφή: διατηρώ επικοινωνία
- σεξουαλική επαφή: συνουσία, ερωτική πράξη