επικοινωνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικοινωνώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
επικοινωνώ (αμετάβατο)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επικοινωνώ | επικοινωνούσα | θα επικοινωνώ | να επικοινωνώ | επικοινωνώντας | |
β' ενικ. | επικοινωνείς | επικοινωνούσες | θα επικοινωνείς | να επικοινωνείς | (επικοινώνει) | |
γ' ενικ. | επικοινωνεί | επικοινωνούσε | θα επικοινωνεί | να επικοινωνεί | ||
α' πληθ. | επικοινωνούμε | επικοινωνούσαμε | θα επικοινωνούμε | να επικοινωνούμε | ||
β' πληθ. | επικοινωνείτε | επικοινωνούσατε | θα επικοινωνείτε | να επικοινωνείτε | επικοινωνείτε | |
γ' πληθ. | επικοινωνούν(ε) | επικοινωνούσαν(ε) | θα επικοινωνούν(ε) | να επικοινωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επικοινώνησα | θα επικοινωνήσω | να επικοινωνήσω | επικοινωνήσει | ||
β' ενικ. | επικοινώνησες | θα επικοινωνήσεις | να επικοινωνήσεις | επικοινώνησε | ||
γ' ενικ. | επικοινώνησε | θα επικοινωνήσει | να επικοινωνήσει | |||
α' πληθ. | επικοινωνήσαμε | θα επικοινωνήσουμε | να επικοινωνήσουμε | |||
β' πληθ. | επικοινωνήσατε | θα επικοινωνήσετε | να επικοινωνήσετε | επικοινωνήστε | ||
γ' πληθ. | επικοινώνησαν επικοινωνήσαν(ε) |
θα επικοινωνήσουν(ε) | να επικοινωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επικοινωνήσει | είχα επικοινωνήσει | θα έχω επικοινωνήσει | να έχω επικοινωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επικοινωνήσει | είχες επικοινωνήσει | θα έχεις επικοινωνήσει | να έχεις επικοινωνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επικοινωνήσει | είχε επικοινωνήσει | θα έχει επικοινωνήσει | να έχει επικοινωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επικοινωνήσει | είχαμε επικοινωνήσει | θα έχουμε επικοινωνήσει | να έχουμε επικοινωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επικοινωνήσει | είχατε επικοινωνήσει | θα έχετε επικοινωνήσει | να έχετε επικοινωνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επικοινωνήσει | είχαν επικοινωνήσει | θα έχουν επικοινωνήσει | να έχουν επικοινωνήσει |
|
[επεξεργασία]
- ενδοεπικοινωνία
- επικοινωνία
- επικοινωνιακός
- επικοινωνιολόγος
- επικοινωνιολογία
- ραδιοεπικοινωνία
- ραδιοτηλεπικοινωνία
- τηλεπικοινωνία
- τηλεπικοινωνιακός
- → δείτε τις λέξεις επί και κοινός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικοινωνώ