κοινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινός < αρχαία ελληνική κοινός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κοινός
- ο συνηθισμένος στην εμφάνιση
- Είχε ένα άχρωμο πρόσωπο με κοινά χαρακτηριστικά. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- από κοινού - μαζί