Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοινό

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοινό
ομόηχο: κινώ
τονικό παρώνυμο: κείνο

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το κοινό
      γενική του κοινού
    αιτιατική το κοινό
     κλητική κοινό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κοινό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο για την αρχαία ελληνική κοινός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική public[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοινό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, σύνολο ανθρώπων οι οποίοι συνδέονται με χαλαρούς και άτυπους κοινωνικούς δεσμούς, σαφείς όμως ως προς τα ενδιαφέροντα και τους ευρύτερους προσανατολισμούς
    παράδειγμα  απαγορεύεται η είσοδος στο κοινό
  2. σύνολο ανθρώπων που μετέχουν σε μια κοινωνική ή άλλη δραστηριότητα ή παρακολουθούν ως αναγνώστες, ακροατές, θεατές ή επισκέπτες μια καλλιτεχνική, επιστημονική, αθλητική ή άλλη εκδήλωση
    παράδειγμα  περιοδικό με μεγάλο αναγνωστικό κοινό
      Το κοινό βέβαια ήταν κάπως ανομοιογενές, γιατί δίπλα στους «γιεγιέδες» καθόντουσαν οι δικοί μας βαρύθυμοι και όλο γκρίνια. (Διονύσης Σαββόπουλος, Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα, εκδ. Πατάκης, 2025)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
κοινό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

κοινό

Αναφορές

[επεξεργασία]