ακροατήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακροατήριο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kɾɔ.a.ˈti.ɾi.ɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακροατήριο ουδέτερο
- το κοινό που παρακολουθεί μια καλλιτεχνική εκδήλωση
- το σύνολο των πολιτών που παρακολουθούν τη διεξαγωγή μιας δίκης
- Δικαστήριο και ακροατήριο γελούν για το μέγεθος του ψεύδους. (Δημήτρης Ψαθάς, Η Θέμις έχει κέφια)
- η δημόσια διεξαγωγή μιας δίκης