-τήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -τήριο | τα | -τήρια |
γενική | του | -τηρίου & -τήριου |
των | -τηρίων & -τήριων |
αιτιατική | το | -τήριο | τα | -τήρια |
κλητική | -τήριο | -τήρια | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
-τήριο < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική -τήριον
Επίθημα[επεξεργασία]
-τήριο
- επίθημα που δηλώνει τόπο ή μέσο, όργανο, συσκευή, όπως προσδιορίζει η πρωτότυπη λέξη
[επεξεργασία]
- -τήριος (επίθετα)