Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοινών

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /çiˈnon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοινών

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

κοινών



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κοινων-
ονομαστική κοινών οἱ κοινῶνες
      γενική τοῦ κοινῶνος τῶν κοινώνων
      δοτική τῷ κοινῶν τοῖς κοινῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κοινῶν τοὺς κοινῶνᾰς
     κλητική ! κοινών κοινῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοινῶνε
γεν-δοτ τοῖν  κοινώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοινών  δείτε κοινεών

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koi̯.nɔ̌ːn/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοινών

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοινών, ῶνος

  1. αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, κοινωνός, συνέταιρος, συνεργός
    χρειάζεται παράθεμα
     συνώνυμα: κοινωνός (πολύ πιο συνχό)
  2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης
    χρειάζεται παράθεμα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]